αφροδισιασμος

αφροδισιασμος
    ἀφροδισιασμός
    ἀφροδῑσιασμός
    ὅ тж. pl. Arst. = τὰ ἀφροδίσια 1

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αφροδισιασμος" в других словарях:

  • Ἀφροδισιασμός — sexual intercourse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδισιασμός — ο (Α ἀφροδισιασμός) [αφροδισιάζω] σαρκική επαφή, συνουσία …   Dictionary of Greek

  • Ἀφροδισιασμοί — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιασμοῦ — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιασμούς — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιασμῶν — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιασμῷ — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιασμόν — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»